υπερμετρωπία

υπερμετρωπία
(Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Έτσι, σχηματίζονται ασαφείς εικόνες των αντικειμένων που βλέπει ο υπερμετρωπικός. Οι περισσότεροι υπερμετρωπικοί βλέπουν καλά σε μακρινές αποστάσεις, συχνά δε ικανοποιητικά και σε κοντινές. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι οι υπερμετρωπικοί χρησιμοποιούν την «προσαρμοστικότητα του οφθαλμού», η οποία ενώνει τις ακτίνες που προσπίπτουν στο μάτι σε εστία πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Γι’ αυτό στις περιπτώσεις υ., ασήμαντου ή μέτριου βαθμού, η οξύτητα της όρασης, τις πιο πολλές φορές, είναι φυσιολογική. Σε υ. μεγάλου βαθμού, κατά κανόνα, η οξύτητα της όρασης παραμένει ελαττωμένη και παρά τη διόρθωση της με φακούς. Η υ. συνήθως οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία της διαθλαστικής ικανότητας του οπτικού συστήματος του ματιού και του μήκους των αξόνων του οφθαλμικού βολβού. Αυτό συμβαίνει, είτε γιατί το οπτικό σύστημα του ματιού είναι σχετικά αδύνατο, είτε γιατί ο βολβός του ματιού έχει σχετικά μικρές διαστάσεις, δηλ. είναι σχετικά μικρός ο άξονάς του (αξονική υ.). Όλα σχεδόν τα παιδιά γεννιούνται υπερμετρωπικά, αλλά αργότερα, με την ανάπτυξη του οργανισμού και των ματιών τους, ο βαθμός της υ. σιγά-σιγά ελαττώνεται και στις πιο πολλές περιπτώσεις φτάνει στη φυσιολογική διάθλαση του ματιού (εμμετρωπία). Τα συμπτώματα της υ. είναι κούραση των ματιών, που εκδηλώνεται με πονοκέφαλο, δυνατό πόνο στο μέτωπο και γύρω στα μάτια και ένα αίσθημα πίεσης στα μάτια. Όταν ο υπερμετρωπικός διαβάζει, τα γράμματα αρχίζουν v’ ανακατεύονται και να γίνονται ασαφή. Η διακοπή της οπτικής εργασίας συνήθως εξαφανίζει προσωρινά αυτά τα συμπτώματα, με την επανάληψή της όμως παρουσιάζονται και πάλι. Σε περιπτώσεις σημαντικής υ., δημιουργούνται συχνά οι συνθήκες εμφάνισης στραβισμού. Πιστεύεται ότι οι υπερμετρωπικοί έχουν κάπως μεγαλύτερη προδιάθεση στο γλαύκωμα, σε σύγκριση με τα άλλα άτομα. Για την επανόρθωση της υ. χρησιμοποιούνται κυρίως κυρτοί φακοί, που ενισχύουν τη διαθλαστική ικανότητα του υπερμετρωπικού ματιού.
* * *
η, Ν
ιατρ. διαθλαστική ανωμαλία του οφθαλμού, κατά την οποία οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες, αντί να συγκλίνουν πάνω στον αμφιβληστροειδή, εστιάζονται πίσω από αυτόν, λόγω βραχύτητας τού προσθιοπίσθιου άξονα τού οφθαλμού ή λόγω μη αποτελεσματικής προσαρμογής τού φακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypermetropia < υπέρμετρος + -ωπία (< -ωψ, -ωπος < θ. οπ- τού ὄπωπα*, πρβλ. μυωπία). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ανδρέα Αναγνωστάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερμετρωπία — η ανωμαλία της όρασης, όταν η εικόνα σχηματίζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή, και έτσι αυτός που πάσχει βλέπει θολά τα αντικείμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβυωπία — Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά… …   Dictionary of Greek

  • αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… …   Dictionary of Greek

  • στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • υπερμέτρωψ — ο, η, αρσ. και υπερμέτρωπας Ν αυτός που πάσχει από υπερμετρωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypermetrope < υπέρμετρος + ωπας (< θ. οπ τού ὄπωπα*, πρβλ. μύ ωπας). Η λ., στη γρφ. ὑπερμέτροπες, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”